- πορτμαντό
- το, Νάκλ. έπιπλο, κατάλληλα διαμορφωμένο για την προσωρινή τοποθέτηση εξωτερικών ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte-manteau < porter «φέρω» + man teau «πανωφόρι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορτμαντό — το (λ. γαλλ.), άκλ., έπιπλο για το κρέμασμα των επανωφοριών, παλτών, καμπαρντινών κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)